κοράσι

κοράσι
το
υποκορ. του κόρη μικρή κόρη, κορίτσι, κοριτσάκι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κοράσι — και κοράσιο, το (ΑM κοράσιον, Μ και κοράσιν) γυναίκα σε νεαρή ηλικία, κορίτσι, άγαμη κοπέλα («να δεις κοράσια πλια όμορφα παρά την Αρετούσαν», Ερωτόκρ.) νεοελλ. μσν. θεραπαινίδα, ακόλουθος μσν. 1. κόρη, θυγατέρα 2. σύζυγος 3. ερωμένη. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • κοράσιον — κοράσιον, τὸ (ΑM) βλ. κοράσι …   Dictionary of Greek

  • κορασίδα — Οικισμός (41 κάτ.) του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αυλώνος. * * * η (Μ κορασίδα και κορασίς, ίδος) 1. νεαρή γυναίκα, κοράσι 2. ακόλουθος, θεραπαινίδα νεοελλ. είδος αχλαδιού με κοκκινωπή φλούδα μσν. κόρη, θυγατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • κόρη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 870 μ., 64 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Κόζιακα, 28 χλμ. Δ της πόλης των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κόζιακα. * * * η (ΑM κόρη, Α ιων. τ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”